ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση … Dictionary of Greek
αναρτήρας — ( ήρ, ήρος), ο αντικείμενο στο οποίο μπορεί κανείς να εξαρτήσει, νά κρεμάσει κάτι, κρεμαστήρι, κρεμάστρα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζωνάρι — και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν) 1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο τής ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας… … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek
Δημακόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Διαμαντής. Δημογέροντας από τη Γαστούνη. Διακρίθηκε στην Επανάσταση ως πολιτικός και στρατιωτικός. 2. Ιωσήφ. Ιερομόναχος από τη Μεσσηνία. Ήταν από τους πρώτους που πήρε μέρος στον Αγώνα. Λέγεται ότι στον δεξιό ώμο… … Dictionary of Greek
Μονγκολφιέ, αδελφοί — (Montgolfier, εξελληνισμένο Μογγολφιέροι)· Ζοζέφ – Μισέλ (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1740 – Μπαλαρίκ λε Μπεν 1810)· Ζακ – Ετιέν (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1745 – Σεριέρ 1799). Γάλλοι βιομήχανοι, εφευρέτες του αερόστατου με θερμό αέρα, το οποίο από της… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — η η τέχνη της εκτύπωσης στο χαρτί εικόνων ή κειμένων που είναι χαραγμένα πάνω σε λίθινες πλάκες, το λιθογράφημα: Στο σαλόνι της έχει κρεμάσει σπάνιες λιθογραφίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)