κρεμάσει

κρεμάσει
κρέμασις
hanging up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κρεμάσεϊ , κρέμασις
hanging up
fem dat sg (epic)
κρέμασις
hanging up
fem dat sg (attic ionic)
κρεμάννυμι
hramjan
aor subj act 3rd sg (epic)
κρεμάννυμι
hramjan
fut ind mid 2nd sg
κρεμάννυμι
hramjan
fut ind act 3rd sg
κρεμά̱σει , κρεμάω
hramjan
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
κρεμά̱σει , κρεμάω
hramjan
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
κρεμά̱σει , κρεμάω
hramjan
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
κρεμάζω
hramjan
aor subj act 3rd sg (epic)
κρεμάζω
hramjan
fut ind mid 2nd sg
κρεμάζω
hramjan
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση …   Dictionary of Greek

  • αναρτήρας — ( ήρ, ήρος), ο αντικείμενο στο οποίο μπορεί κανείς να εξαρτήσει, νά κρεμάσει κάτι, κρεμαστήρι, κρεμάστρα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ζωνάρι — και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν) 1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο τής ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας… …   Dictionary of Greek

  • Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι …   Dictionary of Greek

  • Δημακόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Διαμαντής. Δημογέροντας από τη Γαστούνη. Διακρίθηκε στην Επανάσταση ως πολιτικός και στρατιωτικός. 2. Ιωσήφ. Ιερομόναχος από τη Μεσσηνία. Ήταν από τους πρώτους που πήρε μέρος στον Αγώνα. Λέγεται ότι στον δεξιό ώμο… …   Dictionary of Greek

  • Μονγκολφιέ, αδελφοί — (Montgolfier, εξελληνισμένο Μογγολφιέροι)· Ζοζέφ – Μισέλ (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1740 – Μπαλαρίκ λε Μπεν 1810)· Ζακ – Ετιέν (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1745 – Σεριέρ 1799). Γάλλοι βιομήχανοι, εφευρέτες του αερόστατου με θερμό αέρα, το οποίο από της… …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — η η τέχνη της εκτύπωσης στο χαρτί εικόνων ή κειμένων που είναι χαραγμένα πάνω σε λίθινες πλάκες, το λιθογράφημα: Στο σαλόνι της έχει κρεμάσει σπάνιες λιθογραφίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”